ξιγγωτός — και ξιγκωτός, ή, ό [ξίγγι] αυτός που έχει ξίγγι ή που έχει αλειφθεί με ξίγγι … Dictionary of Greek
ξιγγιά — και ξυγκιά, η ξίγγι, κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίγγι / ξύγκι + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
ξιγγώνω — και ξιγκώνω και ξυγκώνω [ξίγγι] αλείφω με ξίγγι … Dictionary of Greek
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
ξίγκι — το βλ. ξίγγι … Dictionary of Greek
ξιγγάκι — και ξιγκάκι και ξυγκάκι, το 1. κοινή ονομασία φυτού, αλλ. ξιγγόχορτο 2. μικρό ξίγγι, μικρό κομμάτι ξιγγιού 3. κοινή ονομαστία τού βουβωνικού αδένα … Dictionary of Greek
ξιγγερός — και ξιγκερός, ή, ό [ξίγγι] αυτός που έχει ξίγγια, παχύς, λιπαρός … Dictionary of Greek